κατατυπτομαι

κατατυπτομαι
    κατατύπτομαι
    κατα-τύπτομαι
    (только 2 л. pl. praes. καττύπτεσθε) бить себя (в грудь) Sappho

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κατατυπτομαι" в других словарях:

  • κατατύπτω — (Α) (επιτ. τ. τού τύπτω*) 1. χτυπώ κάτι πολύ, πλήττω κάτι μέχρις ότου σπάσει 2. μέσ. κατατύπτομαι και αιολ. τ. καττύπτομαι χτυπώ το στήθος μου, στερνοκοπούμαι, στηθοκοπούμαι, χτυπιέμαι («καττύπτεσθε, κόραι», Σαπφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τύπτω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»